περιτόναιο(ν)

περιτόναιο(ν)
το анат. брюшина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περιτόναιο(ν)" в других словарях:

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιο — το 1. λεπτός υμένας που καλύπτει τα σπλάχνα, αλλιώς σκέπη. 2. η κουπαστή του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • περιτοναϊσμός — ο, Ν σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ερεθιστικά συμπτώματα στο περιτόναιο, τα οποία δίνουν την εντύπωση οξείας περιτονίτιδας, χωρίς να υπάρχει φλεγμονή τού περιτοναίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peritonism (< περιτόναιο + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • υποπεριτοναϊκός — ή, ό, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιακή ή πυελική κοιλότητα αλλά έξω από το περιτόναιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + περιτόναιο + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθήλιο — Μεμονωμένη στιβάδα μεγάλων πλατυσμένων κυττάρων, που επενδύει το περιτόναιο, τον υπεξωκότα και το περικάρδιο. * * * το ανατ. το ενδοθήλιο τού ορογόνου υμένα τών μεγάλων σπλαγχνικών κοιλοτήτων που παράγεται από το εμβρυϊκό μεσόδερμα …   Dictionary of Greek

  • μητροπλακουντικός — ή, ό φρ. «μητροπλακουντική αποπληξία» ιατρ. οξύ σύνδρομο τής εγκυμονούσας μήτρας με πλήρη σχεδόν αποκόλληση τού πλακούντα και με μεγάλη αιμορραγία μέσα στο μυομήτριο, κάτω από το περιμήτριο και κάτω από το περιτόναιο τών εξαρτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»